ἵπποι Posidon.52J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόψαρος — ον, Α (για άλογο) λίγο ψαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψαρός] … Dictionary of Greek
ὑποψάρους — ὑποψά̱ρους , ὑπόψαρος somewhat dappled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)